- μισότρελος
- -η, -οσχεδόν τρελός, μισοπάλαβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισότρελος — η, ο σχεδόν τρελός: Οι φωνές του δείχνουν ότι είναι μισότρελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερεγκεφαλώ — ἑτερεγκεφαλῶ, άω ή έω (Α) το μισό τού εγκεφάλου μου δεν λειτουργεί κανονικά, είμαι μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εγκέφαλος] … Dictionary of Greek
ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… … Dictionary of Greek
ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] … Dictionary of Greek
ημιπαράφρων — ον εν μέρει παράφρων, μισότρελος, σχεδόν φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παράφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
μεσοξετρουμισμένος — η, ο σχεδόν τρελός από τον τρόμο, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ξετρουμίζω «τρομάζω»] … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
μισαφορμάρης — μισαφορμάρης, ὁ (Μ) σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο)* + αφορμάρης «ανόητος, τρελός» (< αφορμή + κατάλ. άρης)] … Dictionary of Greek
μισοπάλαβος — η, ο σχεδόν παλαβός, μισότρελος … Dictionary of Greek
τρελούτσικος — η, ο (κυριολ. και μτφ.), λιγάκι τρελός, μισότρελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)